Τα φαινόμενα διαφθοράς, σύγκρουσης συμφερόντων, μεροληψίας και συναφών ζητημάτων που παραβαίνουν των ρητρών της εφαρμογής κανόνων του κράτους δικαίου αποτελούσαν και αποτελούν εγγενείς διαχρονικές καταστάσεις που επιλειτουργούν, προφανώς, αρνητικά στις διαδικασίες εξορθολογισμού των σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών. Σε όλα τα επίπεδα έχουν παρατηρηθεί τέτοια φαινόμενα τα οποία χρήζουν ενδελεχούς διερεύνησης στη βάση των κείμενων νόμων, οι οποίοι με την σειρά τους χρήζουν βελτίωσης. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα αποφάσισε την διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου που ορίζει τις βασικές παραμέτρους αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων, βελτιώνοντας την καθεστηκυία νομοτελειακή τάξη που τα διέπει.
Σε μια διαδικασία ορόσημο για την Ευρωπαϊκή Ένωση και κατ’ επέκταση για τις εσωτερικές έννομες τάξεις των Κρατών – Μελών της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε σχετικές προτάσεις που αφορούν στην καταπολέμηση της διαφθοράς σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο. Οι βασικοί πυλώνες των δράσεων της Επιτροπής αφορούν στην αξιοποίηση των ισχύοντων μέτρων που αφορούν στην καταπολέμηση της διαφθοράς, την ενίσχυση των προσπαθειών για την ενσωμάτωση της πρόληψης φαινομένων διαφθοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο και διαδικασίες της Ένωσης και η υποστήριξη της θέσπισης πολιτικών και κανόνων σε εθνικό επίπεδο των 27 Κρατών – Μελών που απευθύνονται στην αδήριτη ανάγκη ύπαρξης κανονιστικού πλαισίου καταπολέμησης της διαφθοράς.
Η σαφής ποινικοποίηση φαινομένων διαφθοράς απορρέει από τις επιταγές της ενωσιακής νομικής τάξης πραγμάτων που αφορούν στο εν λόγω θέμα και εδράζεται στην κοινοποίηση των εθνικών δράσεων καταπολέμησης της διαφθοράς σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της λειτουργίας ενός Ευρωπαϊκού συμπεριληπτικού και τεχνοκρατικού δικτύου κατά της διαφθοράς στη βάση των βέλτιστων πρακτικών που ακολουθούνται επιμέρους από τα Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι βασικές παράμετροι λειτουργίας του Δικτύου κατά της διαφθοράς πρέπει να περιλαμβάνουν τις αρχές της διαφάνειας, εξωστρέφειας και νομιμότητας – αρχές που πρέπει να διέπουν την λειτουργία όλων των δημοσίων και σχετικών οργανισμών δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι λογοδοτούν στην κοινωνία των πολιτών.
Σημαίνουσα αξία αποτελεί, στη βάση των πιο πάνω σχετικών, η νομοθέτηση αυστηρότερων κανόνων που άπτονται του ζητήματος καταπολέμησης της διαφθοράς με ορόσημο τις αξίες της πρόληψης, νομικά και άλλως πως, και της ενσωμάτωσης των απόψεων που απορρέουν από την συμμετοχική δημοκρατία. Ειδικότερα, πρέπει να θεσπιστούν αυστηρότεροι μηχανισμοί στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα που να θέτουν μάλιστα υπόλογους τους αρμόδιους φορείς, υιοθετώντας πρακτικές πλήρους διαφάνειας, εξωστρέφειας και νομιμότητας, εύκολα προσβάσιμους στο ευρύτερο κοινό, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων που αφορούν το πόθεν έσχες αξιωματούχων, θεμάτων σύγκρουσης ή ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων, την πλήρη δημοσιοποίηση (disclosure), αλλά και την τομεακή εγκαθίδρυση εποπτικών αρχών, εξειδικευμένων στα ζητήματα καταπολέμησης της διαφθοράς, πέραν των υφιστάμενων εποπτικών οργάνων.
Περαιτέρω, απαιτείται ο εναρμονισμός, νομικά ομιλώντας, των αδικημάτων που αφορούν την διαφθορά, την κατάχρηση εξουσίας και την σύγκρουση συμφερόντων, σε ενωσιακό επίπεδο. Η ύπαρξη διαφορετικότητας στο συγκεκριμένο αντικείμενο δεν είναι επωφελής, αφού σε ένα σύγχρονο περιβάλλον δράσεων ενδέχεται να υπάρχουν διασυνοριακά αδικήματα που χρήζουν όμοιας αντιμετώπισης σε κανονιστικό επίπεδο.
Καταληκτικά αναφέρεται ως αρχή εκ των ων ουκ άνευ ότι τα φαινόμενα που προσδιορίζονται ανωτέρω οφείλουν να αντιμετωπίζονται εν τη γενέσει τους, ούτως ώστε «την εμήν ηξίουν μηδ’ υπονοηθήναι», αναφερομένοι, προφανώς, στην εξουσία που κατέχουν οι άρχοντες της οποιασδήποτε δημόσιας εξουσίας.